λουμπάρδα

λουμπάρδα
η
(λ. ισπαν.), το κανόνι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λουμπάρδα — και λομβάρδα, η (Μ λουμπάρδα) η λομπάρδα, το κανόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. lombarda, πιθ. < ισπ. lombarda] …   Dictionary of Greek

  • βαρώ — ( άω και έω) (AM βαρῶ, έω, Μ και άω) 1. πιέζω με το βάρος μου 2. ενοχλώ, λυπώ μσν. νεοελλ. 1. χτυπώ, πλήττω 2. σημαίνω, χτυπώ («βαρούν τις καμπάνες», «βαράει η καμπάνα») 3. έχω βάρος, ζυγίζω 4. φρ. «βαράω λουμπάρδα, τουφεκιές» πυροβολώ νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • λομπάρδα — και λουμπάρδα, ἡ (Μ) 1. ολμοβόλο όπλο, κανόνι 2. κανονιοβολισμός, κανονιά 3. φρ. «δίνω λουμπάρδες» κανονιοβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. lombarda] …   Dictionary of Greek

  • λουμπαρδάρης — ο (Μ λουμπαρδάρης) [λουμπάρδα] πυροβολητής, κανονιέρης …   Dictionary of Greek

  • λουμπαρδιά — η (Μ λουμπαρδέα και λουμπαρδιά) [λουμπάρδα]·1. κανονιοβολισμός, κανονιά 2. βλήμα κανονιού, οβίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”